Το κομμάτι αυτό το διαβάσαμε στο περιοδικό “Κ” της ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ και το κείμενο είναι του Ορέστη Δαβία. Λέει: Τρέφω βαθιά αγάπη για τις μουριές. Επειδή προσφέρουν γενναιόδωρα τον γινωμένο καρπό τους και ρίχνουν ευλογημένο ίσκιο όταν πυρώνει ο τόπος. Δεν είναι όμως όλες οι μουριές ίδιες, θα το γνωρίζετε μάλλον. Στην κορυφή των προτιμήσεών μου, έχοντας ως κριτήριο την ποιότητα των μούρων, βρίσκεται η ξινομουριά, μια ποικιλία μαύρης μουριάς (Morus nigra) που αφθονεί σε λίγες μόνο περιοχές της χώρας μας.
Κάνει μεγάλο και ζουμερό καρπό που βάφει χέρια και ρούχα βυσσινιά όταν τον μαζεύεις. Είναι γλυκόξινος και πεντανόστιμος, πραγματικά δεν χορταίνω να τον απολαμβάνω. Δυστυχώς, είναι εύφθαρτος, όπως άλλωστε όλα τα μούρα, ακόμα και στο ψυγείο δεν αντέχει πάνω από δύο μέρες, γι’ αυτό δεν θα τον δούμε ποτέ στα μανάβικα. Έκανα για αρκετά χρόνια προσπάθειες για τον πολλαπλασιασμό της, ώστε να μπορώ να την καλλιεργώ στον χώρο μου, χωρίς όμως επιτυχία.
Τελικώς τα κατάφερα χάρη σε εγκεντρισμό με μοσχεύματα που πήρα από μια γιγάντια μουριά, ηλικίας πολλών αιώνων, η οποία δεσπόζει στον περίβολο μιας μονής που βρίσκεται κοντά στο Αλιβέρι. Ψάχνοντάς το λιγάκι παραπάνω, ανακάλυψα πως η συγκεκριμένη ποικιλία εντοπίζεται σε πολλά μοναστήρια, μάλλον γιατί οι μοναχοί πίστευαν, όχι άδικα, πως ο καρπός της είναι τροφή ιδανική για την αναιμία που προκαλείται από την παρατεταμένη νηστεία.
Στη γύρω περιοχή τα μαζεύουν σε μεγάλες ποσότητες, όχι για νωπή κατανάλωση, αλλά για να παρασκευάσουν με την απόσταξή τους ένα δυνατό σε γεύση και επίδραση τσίπουρο. Αν σας συγκινεί η ιδέα μιας μουριάς στον κήπο σας, θα βρείτε στα φυτώρια την κλασική μαυρομουριά με τα χνουδωτά φύλλα, που επίσης δίνει απολαυστικούς, μαύρους καρπούς. Δείτε το ΕΔΩ ολόκληρο το δημοσίευμα στο περιοδικό “Κ”…
Από τις πιο απάνθρωπες και σκληρές φυλακές της Ευρώπης. Ευτυχώς... κάποιος σώφρων άρχοντας αυτού του τόπου κατάλαβε ότι δεν τιμά…